Βιβλιοκριτική του βιβλίου Δικαίωμά σας! Ένας οδηγός για περισσότερο ισότιμες σχέσεις των Robert E. Alberti και Michael L. Emmons

Γιώργος Σταθάκης
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
giorgos-stathakis.gr

Το «Δικαίωμά σας! Ένας οδηγός για περισσότερο ισότιμες σχέσεις» (Your perfect right. A guide to assertive living), των Robert E. Alberti και  Michael L. Emmons, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα το 1970 από τις εκδόσεις Impact Publishers και ακολούθησαν έξι επανεκδόσεις. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Νικόλα Νικολαϊδη και επιστημονική επιμέλεια Γρηγόρη Σίμου.

Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους όσοι δυσκολεύονται να εκφραστούν, να οριοθετηθούν, να διεκδικήσουν και να ζήσουν μια ζωή βασισμένη στην αυτοέκφραση, με περισσότερες σχέσεις αμοιβαιότητας. Ξεκινά με τρία σύντομα παραδείγματα καταστάσεων πιθανής αμηχανίας, δείχνοντας από την αρχή την αμεσότητά του, και φροντίζει γρήγορα να καταστήσει σαφές πως θα κάνει λόγο για δεξιότητες που κατακτώνται μέσω εκπαίδευσης και εξάσκησης, όπως αυτή της διεκδικητικότητας. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες αντιλαμβάνεται κανείς τον ψυχοεκπαιδευτικό χαρακτήρα του βιβλίου και ενημερώνεται για τις έννοιες που θα τον απασχολήσουν στην πορεία, καθώς και για τους στόχους των συγγραφέων.

Τα πρώτα κεφάλαια αφιερώνονται στην αποσαφήνιση της έννοιας της διεκδικητικότητας και στην αποσύνδεσή της από άλλες έννοιες με τις οποίες συχνά συγχέεται. Οι συγγραφείς εξηγούν με απλά λόγια τι είναι αλλά και τι δεν είναι η διεκδικητικότητα και αποκαθιστούν παρανοήσεις. Δίνουν έναν περιεκτικό ορισμό, αναλύουν τα οφέλη της, αναφέρονται στα εμπόδια –σκέψεις, εσωτερικεύσεις, κοινωνικές αναπαραστάσεις, στερεότυπα κ.α- που αποτελούν τροχοπέδη για μια ζωή διεκδικητική και παρουσιάζουν τα είδη της συμπεριφοράς.

Στα επόμενα κεφάλαια, υποθετικά σενάρια καθημερινών καταστάσεων παρέχουν τη δυνατότητα στους συγγραφείς να εκπαιδεύσουν τον αναγνώστη σε διεκδικητικούς, μη διεκδικητικούς και επιθετικούς τρόπους απόκρισης και στη συνέχεια γίνεται λόγος για τα συστατικά της διεκδικητικότητας, με έμφαση στο μη λεκτικό κομμάτι. Έπειτα, αναλύονται εκτενέστερα οι εσωτερικές και μη διεργασίες που αναστέλλουν τη διεκδίκηση, παρουσιάζεται η συμβολή της στην αύξηση της αυτοπεποίθησης του ατόμου και προτρέπεται ο αναγνώστης να θέσει τους προσωπικούς του στόχους σε σχέση με τη διεκδικητικότητα.

Φτάνοντας πια στη μέση περίπου του βιβλίου, οι συγγραφείς, έχοντας μιλήσει θεωρητικά για τη διεκδικητικότητα και υπερθεματίσει ως προς την αξία της, περνούν και σε πιο “πρακτικά” κομμάτια. Στο πλαίσιο αυτών, παρουσιάζουν τα βήματα που χρειάζεται κάποιος να ακολουθήσει σε μία κατάσταση προκειμένου να λειτουργήσει διεκδικητικά, από την εφαρμογή τους μέχρι την αξιολόγηση τους αποτελέσματος. Επισημαίνουν αυτά στα οποία πρέπει να εξασκηθεί προκειμένου να μπορεί να συμπεριφέρεται διεκδικητικά και αφιερώνουν τα επόμενα κεφάλαια στην έκφραση της διεκδικητικής στάσης στους διάφορους τομείς της ζωής. Εργασία, οριοθέτηση, διαχείριση “δύσκολών” ανθρώπων, στενές διαπροσωπικές σχέσεις, σεξουαλικότητα και ένα χρήσιμο κεφάλαιο για τη διαχείριση του θυμού αποτελούν τα επόμενα πεδία ενασχόλησης του εγχειριδίου, αναφορικά πάντα με τη διεκδικητικότητα. Το βιβλίο κλείνει με ένα παράρτημα υποθετικών περιστάσεων και εναλλακτικών αντιδράσεων -διεκδικητικών και μη-, με το παράρτημα Διακήρυξης των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και με εκείνο της δεοντολογίας εκπαίδευσης στη διεκδικητικότητα.

Ο λόγος είναι απλός και κατανοητός και η απεύθυνση γίνεται στο β’ πληθυντικό πρόσωπο, σαν οι συγγραφείς να μιλάνε απευθείας στους αναγνώστες. Η προσέγγισή τους βασίζεται στο γνωσιακό συμπεριφοριστικό μοντέλο ψυχοθεραπείας καθώς, καθόλη τη διάρκεια του βιβλίου, μέσα από διάφορες τεχνικές του μοντέλου –ημερολόγια, εντοπισμός σκέψεων, γνωσιακή πρόβα και άλλες που παραπέμπουν στις κάρτες υπενθύμισης, σε συμπεριφορές αυτοενίσχυσης και στο σταμάτημα της σκέψης- ενθαρρύνουν τον αναγνώστη να αυτοπαρατηρείται, να αναγνωρίζει μοτίβα του, να εξατομικεύει το υλικό κάθε ενότητας, να παρακολουθεί την πορεία του ως προς τους στόχους του και να αξιολογεί την προσπάθειά του.

Στο τέλος του εγχειριδίου ο αναγνώστης είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται και να ξεχωρίζει τη διεκδικητική συμπεριφορά, ενώ η πληθώρα παραδειγμάτων βοηθάει στην εξοικείωσή του με έναν πιο διεκδικητικό τρόπο έκφρασης. Ωστόσο, ίσως θα ήταν χρήσιμο ορισμένα παραδείγματα διεκδικητικών στάσεων να ακολουθούνταν από πιθανές αντιδράσεις, καθώς έτσι οι συγγραφείς θα είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν πώς μπορεί κανείς να συνεχίσει να είναι διεκδικητικός στο πλαίσιο μιας “δύσκολης” αλληλεπίδρασης. Επιπλέον, η διατύπωση κάποιων παραδειγμάτων διεκδικητικής συμπεριφοράς ίσως ξενίσει τον αναγνώστη καθώς είναι φορές που ο λόγος μοιάζει να είναι λιγότερο ρεαλιστικός. Εντούτοις, μπορεί κανείς να κρατήσει την ουσία του πράγματος και να την προσαρμόσει στο προσωπικό του ύφος, η εύρεση του οποίου ούτως ή άλλως συστήνεται από τους ίδιους τους συγγραφείς.